EfSyn: "Οταν η ελληνικότητα είναι υπόγεια" του Γρηγόρη Ιωαννίδη

Είδα καθυστερημένα την τελευταία δουλειά του Γιάννη Σκουρλέτη και της ομάδας Bijoux de Kant, στο Δημοτικό του Πειραιά, πριν από λίγες μέρες. Και για ακόμη μια φορά ένιωσα πως λίγο ακόμα και θα μου έφευγε από τα χέρια μια από τις πιο αξιόλογες καταθέσεις της αποπνέουσας σεζόν. Παραλίγο να μου ξεφύγει μαζί και ακόμη μια απόδειξη για τη στροφή που φαίνεται να έχει πάρει το θέατρό μας τον τελευταίο καιρό προς τη μυθιστορία και, ακόμα πιο ιδιαίτερα, προς την περιοχή της δραματουργίας που απομακρύνεται από τον ρεαλισμό για τα ύδατα ενός νέου ρομαντισμού, μάλιστα στην πιο αισθητιστική μορφή του.

Στο τελευταίο κιόλας σημείωμα σχολιάζαμε τον «Ρομαντισμό» του Γλυνάτση. Και να που επιστρέφουμε πάλι εκεί, από άλλο δρόμο, στην ίδια όμως αντίληψη της πραγματικότητας. Δεν κάνουμε κύκλους, μπροστά προχωρούμε. Είναι ο δρόμος προς την αναδίφηση του παρελθόντος, τον αναστοχασμό, προς τη μνήμη και, ακόμα περισσότερο, προς τη συμφιλίωση με τις αδιόρατες πλευρές της ταυτότητάς μας.

Το σημειώνω αυτό, γιατί η επιστροφή του Γιάννη Σκουρλέτη στον Χρηστομάνο και στην «Κερένια κούκλα» διόλου τυχαία έχει για εναρκτήριο ανάκρουσμα την υπενθύμιση του εθνικού μας ύμνου. Ο ρομαντισμός για τον Σκουρλέτη δεν είναι μια εξαίρεση σε έναν κανόνα. Είναι το κρυφό ελληνικό ιδίωμα, γονίδιο που βρίσκεται και σήμερα ενεργό κάτω από άλλα περισσότερο επιβεβλημένα «χαρακτηριστικά». Είναι μια κοινή, μια συλλογική ευαισθησία, ένας εθνικός κανόνας που συντίθεται από εξαιρέσεις, ιδιορρυθμίες και μοναχικότητες. Και που δένουν όλες μαζί στον κεντρικό κορμό, σε μια πολυσήμαντη και πολυποίκιλη ιθαγένεια.

Ισως είναι αυτό τελικά που ψάχνει ο Σκουρλέτης. Μια ιθαγένεια που φεύγει από το οικείο και το κοινό και ζητά την τελείωσή της στο εξαιρετικό. Μήπως αυτή δεν είναι η διαφορετική, η λοξή ματιά που ήθελε να ξυπνήσει την παλιότερη «Στέλλα» από τον λήθαργο της γραφικότητας; Και μήπως αυτή δεν ήταν που θέλησε αργότερα να μετακινήσει τη «Ραμόνα» από τα κλισέ περί ελληνικότητας; Διατηρώ την εντύπωση ότι, τώρα, η επιστροφή στην «Κερένια κούκλα» δίνει από τον ίδιο και τη σταθερή του συνεργάτρια Γλυκερία Μπασδέκη τον τρίτο αναστεναγμό στη σειρά, κλείνοντας τον κόσμο της υπόγειας ελληνικότητας σε ένα ακροτελεύτιο «αχ». Με αυτό το «Αχ!» μοιάζει να ολοκληρώνεται η τριλογία των παραστάσεων γύρω από τη μυστική ζωή του ελληνικού στοιχείου, καθαρμένου από προκαταλήψεις, αναστολές και απλουστεύσεις.

Μέσα κι έξω από το μυθιστόρημα

Βιάζομαι λοιπόν να στραφώ προς τη συγγραφέα του «Αχ!», τη Γλυκερία Μπασδέκη. Πολλοί θα νομίζουν ότι η εργασία της περικλείεται σε αυτό που θα λέγαμε «μεταφορά» του μυθιστορήματος του Χρηστομάνου. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό, και κάτι πολύ περισσότερο. Πρόκειται για αυτούσιο, ανεξάρτητο έργο, που χαράσσεται στην πλάκα του παλιού μυθιστορήματος. Οι δεσμοί με το πρωτότυπο δεν είναι εκείνοι της έμπνευσης ή της διασκευής. Τα συνδέει μια ποιητική ενθύμηση, μια ελεύθερη σχέση ανταλλαγής και αναγνώρισης. Κι αν πρόκειται για τα ίδια ονόματα με της «Κερένιας κούκλας», τα πρόσωπα στο έργο της Μπασδέκη δεν είναι τα ίδια. Είναι πρόσωπα που επιστρέφουν στο παλιό κείμενο με την αποκτημένη συνείδηση του ρόλου και της τραγικότητάς τους. Με μια περίεργη ποιητική άδεια, αυτά τα πρόσωπα στο «Αχ!» βρίσκονται ταυτόχρονα μέσα και έξω από το μυθιστόρημα, κουβαλούν μαζί το φορτίο των ζωντανών και πεθαμένων που τους αναλογεί. Και είναι ακριβώς η αύρα αυτή που δίνει στην παράσταση της Bijoux de Kant τη μεταφυσική ανάταση, τη βαθιά συμβολιστική ατμόσφαιρα, κι ακόμα την αίσθηση ενός τετελεσμένου που την περικλείει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το έργο της Μπασδέκη συνεχίζει μετά το «Αχ!» με το οποίο σωπαίνει ο Χρηστομάνος. Και έχει να αναδείξει πολλά: ανασύρει πρώτα από όλα και προβάλλει την ίδια την Αθήνα σαν τόπο όπου συμβαίνει το θαύμα του έρωτα. Από την Αιόλου μέχρι το Σούνιο, το κείμενο της Μπασδέκη είναι ο χάρτης από μια «περιπέτεια της πόλης», θυμίζοντας πως και για τον Χρηστομάνο η αθηναϊκή ηθογραφία έδωσε τον καμβά για την ουτοπία του έρωτα και του πάθους. Είναι μια άλλη Αθήνα; Η παρέμβαση του Σκουρλέτη φέρνει στον νου την επίκαιρη έκθεση στην πλατεία Θεάτρου με τον τίτλο «Περίεργες πόλεις: Αθήνα». Ομοια κι εδώ. Μια πόλη που δεν τη γνωρίζουμε, που τη φανταζόμαστε και τη δημιουργούμε με βάση τη λογοτεχνία της. Μια Αθήνα μακρινή, ερωτική, θαυματουργή και δηλητηριώδης.

Αναζητώντας το πρόσωπο της γυναίκας

Δεν τελειώνει όμως εδώ το «Αχ!». Η Μπασδέκη προσαρμόζει το μυθιστόρημα στη δική της κοσμοθεωρία. Δεν είναι η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα γυναικεία γραφή που αναζητεί διακαώς το πρόσωπο της γυναίκας, με τον άνδρα να αποτελεί άλλοτε τον μοχλό κι άλλοτε το μακρινό όργανο της συνειδητοποίησης. Η ίδια η συγγραφέας διαλέγει να ολοκληρώσει τον μύθο του Χρηστομάνου με την υπόσχεση της αναγέννησης, της επιστροφής και της τελικής νίκης. Η δική της «Κερένια κούκλα» θα δώσει την υπόσχεση για ένα νέο γέννημα, μια επιστροφή που θα αντιταχθεί με χαρά και αγάπη στο μελαγχολικό ανθρώπινο «αχ» των ημερών της.

Παρακολούθησα τη δεύτερη διανομή της παράστασης στο Δημοτικό του Πειραιά. Εφυγα απόλυτα κατακτημένος από τη συγκίνηση ενός λόγου ουσιαστικού κι αυθεντικού. Η Κατερίνα Μισιχρόνη είναι η Κερένια Κούκλα, το ποιητικό πλάσμα του θανάτου και της νέας ζωής, της παλιάς κατάρας και της μέλλουσας σποράς. Η Λιόλια της Λένας Δροσάκη έχει βαθιά μουσικότητα: στη δική της τρυφερή δημοτική φωλιάζει η άνοιξη. Ο Νίκος του Δημήτρη Μοθωναίου έχει περικλειστεί σε ένα αλώνι από ζωή στερημένη και άτυχη. Τέλος, η Βιργινία της Μαίρης Συνατσάκη δίνει τον μαρασμό του σώματος στο πλούσιο φόρεμα της ακυρωμένης θηλυκότητάς του.

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web