ATHENSVOICE:Αλίκη Δανέζη-Knutsen: Ήμουν 28 ετών όταν έθαβα τον 23χρονο πατέρα μου από τον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη


Η περιέργεια για τον «Καλιγούλα» του Καμί, που σκηνοθετεί, μας οδήγησε στην αποκάλυψη της ιστορίας της ζωής της η οποία αποδείχτηκε συγκλονιστική, καθώς καθρεφτίζει τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας της, της Κύπρου.

Με το που μπήκε στο μπαρ με κέρδισε. Γλυκύτατος άνθρωπος, συνεχώς με το χαμόγελο, αν και ξύπνια από τις 6.30 λόγω παιδιών, προθυμοποιήθηκε μέχρι και να βγει έξω προκειμένου να βρει κάτι για να ανακουφίσει το βήχα μου. Προσπαθώντας να βρει τις απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει στο έργο ο Καμί μπήκε χωρίς να το καταλάβει στα δωμάτια της δικής της ύπαρξης. Όταν βούτηξε στο παρελθόν το χαμόγελό της ενώθηκε με βουρκωμένα μάτια. Κάποια στιγμή μου ζήτησε και συγνώμη γιατί αφέθηκε. Εγώ από την άλλη ήθελα να τη φιλήσω, ακριβώς για όσα μου είπε. «Στη διήγησή σου δεν είναι μόνο η δική σου ζωή» θα της πω για να την ηρεμήσω.  Κυρίες και κύριοι, η Αλίκη Δανέζη-Knutsen.

Αλίκη Δανέζη-Knutsen: Ήμουν 28 ετών όταν έθαβα τον 23χρονο πατέρα μου

Γεννήθηκα από κύπριους γονείς στη Λυών της Γαλλίας – εκεί σπούδαζαν και οι δύο. Ήμουν ενός χρονών και η μητέρα μου έγκυος στην αδελφή μου, όταν έγινε το πραξικόπημα. Ο πατέρας μου πήγε να πολεμήσει για να καταλήξει αγνοούμενος, μέχρι που βρέθηκε το πτώμα του σε ομαδικό τάφο. 

Γνωρίζω πως έχω γίνει αυτό που είμαι διότι έζησα φτιάχνοντας συνεχώς σενάρια με τη φαντασία μου πως ο πατέρας μου κάποτε θα εμφανιστεί. Η πρώτη μου ταινία ήταν το οδοιπορικό δύο αδελφών. Αφού διάβασαν τη συνέντευξη ενός βοσκού, στην οποία καταμαρτυρούσε πως συνάντησε δύο Έλληνες στα βάθη της Τουρκίας, αποφασίζουν να ταξιδέψουν εκεί μήπως ο ένας είναι ο αγνοούμενος πατέρας τους. Στην πραγματικότητα η μία το πιστεύει και η άλλη πάει για την εμπειρία του ταξιδιού. Η ταινία παρακολουθεί τη σύγκρουσή τους. Αυτή είναι η μοναδική ταινία μου που εμπνέεται από τα προσωπικά μου θέματα. Στη συνέχεια χαλάρωσα, αν και πιστεύω πως πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχουν τα γεγονότα από το παρελθόν μου.

Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι μια θλίψη στην οικογένεια και πως όλοι απέφευγαν να μιλήσουν για τον πατέρα μπροστά μας. Τι να έλεγαν κιόλας; Η μητέρα μου οκτώ χρόνια μετά το ’74, πήρε την απόφαση να φτιάξει ξανά τη ζωή της. Χρειάστηκε να πάρει διαζύγιο από έναν άνδρα με τον οποίο υπήρξε ερωτευμένη χωρίς να γνωρίζει, αντικειμενικά, αν ζει ή αν πέθανε. Παντρεύτηκε τον Knutsen –Νορβηγός στην καταγωγή–  που έγινε ένας εξαιρετικός πατριός.  

Καταλαβαίνω όλους αυτούς που αντιδρούν στο να βρεθεί μια ενωτική λύση. Προέρχομαι κι εγώ από μια οικογένεια που έχασε ένα μέλος της στον πόλεμο αλλά και μια μεγάλη περιουσία. Έζησα για πολλά χρόνια ακούγοντας το «πότε θα πάμε πίσω» ή «πότε θα γυρίσει ο γιος μου» από τη γιαγιά και τον παππού μου. Φτάνει. Έχω κατανοήσει πως όσο περνάει ο χρόνος και παραμένει το νησί σ’ αυτή τη διαιρεμένη κατάσταση όλοι βγαίνουμε ζημιωμένοι. Πρέπει να δουλέψουμε ώστε να βρεθεί μια λύση που θα ενώσει τις δύο κοινότητες. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα λυθούν τα διοικητικά θέματα, αλλά ξέρω πως δεν γίνεται το παρελθόν να καταδυναστεύει το μέλλον όλων των επόμενων γενεών.

Θυμάμαι, όταν επέστρεψα το 1997 από τις σπουδές μου στη Νέα Υόρκη είχα νοικιάσει ένα σπίτι πάνω στην πράσινη γραμμή. Ήταν ένα σχεδόν μισογκρεμισμένο σπίτι σε μια γειτονιά όπου ζούσαν μόνο ηλικιωμένοι και πόρνες. Από το παράθυρο μου έβλεπα τον Πενταδάχτυλο. Όταν λίγα χρόνια μετά άνοιξαν τα οδοφράγματα και μπορέσαμε να περάσουμε στην άλλη πλευρά έπαθα σοκ. Εκεί συνειδητοποίησα πως το βουνό είχε και μια τρίτη διάσταση και πως δεν ήταν όπως το φτιάχναμε στο μάθημα χειροτεχνίας στο σχολείο. Ίλιγγο έπαθα, ειλικρινά, καθώς τον διέσχισα και κατέληξα στη θάλασσα. Κατηγορούν τους Κύπριους γιατί έχουν μανία με το εξωτερικό, πως έχουν αυτό το κόλλημα με την Αγγλία... Έχουμε την ανάγκη της φυγής γιατί έχει περάσει στο DNA μας μια αίσθηση ανελευθερίας, καθώς δεν μπορούμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα σε όλο το νησί... 

Όταν βρέθηκε το πτώμα του πατέρα μου, δύο λέξεις μπορούν να περιγράψουν αυτό που ζήσαμε: Pulp Fiction. Μια σειρά από σουρεαλιστικές σκηνές ξετυλίχτηκαν μέσω μιας απίστευτης γραφειοκρατικής διαδικασίας εξακριβώσεων και ταυτοποιήσεων. Αρχαιολόγοι, γενετιστές και δεν ξέρω πόσοι ακόμα επιστήμονες μπλέχτηκαν στην υπόθεση. Στο παρελθόν είχαν πάρει αίμα από τους συγγενείς όλων των αγνοουμένων, οπότε μας φώναξαν γνωρίζοντας ήδη πως ήταν ο πατέρας μου – επιπλέον, φορούσε τη βέρα με το όνομα της μητέρας μου. Το φοβερό είναι πως υπήρχε μια μαρτυρία ενός χωρικού για την ομαδική εκτέλεση στις 22 Ιουλίου, η οποία αν μας είχε γίνει γνωστή δεν θα ζούσαμε τόσα χρόνια μέσα στην αμφιβολία. Αλλά ήταν πολιτική απόφαση να μην κοινοποιούνται μαρτυρίες, όταν δεν υπήρχαν σαφείς ενδείξεις.

Πάρα πολύ δύσκολο ήταν όταν πήγαμε οικογενειακώς να ανακαλύψουμε τον κοινό τάφο. Τρεις ημέρες, κρατώντας στο χέρι χάρτες της περιοχής, ψάχναμε στα κατεχόμενα το χωράφι...  Δεν ξέρω γιατί, αλλά σήμαινε πολλά για εμάς να τον βρούμε. Αυτή τη στιγμή μπορώ και χαμογελάω, να κάνω χιούμορ χαρακτηρίζοντάς το κάτι σαν το «κυνήγι του θησαυρού», αλλά τότε δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σκέψου πως εγώ ήμουν 28 χρονών όταν έθαβα τον πατέρα μου που ήταν 23 χρονών. Πολύ περίεργη κατάσταση... Όλο αυτό το κλάμα και η στεναχώρια, τελικά, κάποτε μπαίνει στη χορεία των αναμνήσεων. Πάντως, ακόμα και σήμερα, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται για τον πατέρα μου και ύστερα θυμάμαι πως βρέθηκε και ησυχάζω.  

Αλίκη Δανέζη-Knutsen: Ήμουν 28 ετών όταν έθαβα τον 23χρονο πατέρα μου

17 χρονών έφυγα στο Λος Άντζελες να σπουδάσω κινηματογράφο, αλλά επειδή μου φάνηκε μια απάνθρωπη πόλη το εγκατέλειψα και πήγα στη Νέα Υόρκη. Έμεινα πέντε χρόνια εκεί, και είναι, σίγουρα, από τα καλύτερα της ζωής μου. Ταινίες, γυρίσματα, ενδιαφέροντες άνθρωποι, σπουδές πάνω στο σινεμά...

Έφυγα με ένα σακίδιο από τη Νέα Υόρκη, όταν εγκρίθηκε και πήρε χρηματοδότηση στην Κύπρο το πρώτο μου σενάριο για ταινία μεγάλου μήκους. Επειδή, όμως, δεν μου είχε τελειώσει η αγάπη για τη Νέα Υόρκη επέστρεψα με υποτροφία για να σπουδάσω φιλοσοφία. Στο μεταξύ, όταν γύριζα τη δεύτερη ταινία μου στην Κύπρο και στην Ουρουγουάη, είχα γνωρίσει τον Γιάννη (σ.σ. Στάνκογλου) και αποφασίσαμε από κοινού να έρθουμε στην Αθήνα. Ένας σημαντικός λόγος ήταν πως θέλαμε να κάνουμε οικογένεια και η Νέα Υόρκη, αν και υπέροχη πόλη και πολύ δημιουργική, είναι δύσκολη αν θέλεις να μεγαλώσεις παιδιά. 

Ζούμε αρκετά χρόνια τώρα κάπου στην Ευρυπίδου και έχουμε γευτεί όλες τις δυσκολίες που έχει περάσει η περιοχή. Μας έλεγαν, όταν κάνετε παιδιά θα πρέπει να φύγετε. Σε κάποια φάση το είχαμε σκεφτεί αλλά τελικά μείναμε, και σήμερα τα παιδιά πηγαίνουν σε γειτονικά σχολεία και όλα είναι μια χαρά. 

Δεν έχω σταματήσει να γυρίζω ταινίες, και εύχομαι να μπορέσω να  τελειώσω αυτή που έχω ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Είναι το Μπεν Χουρ μου (γέλια). Μπορεί ο κινηματογράφος να είναι η μεγάλη μου αγάπη, αλλά από την αρχή των σπουδών μου ξεκίνησε και η σχέση μου με  το θέατρο. Η πρώτη παράσταση που ανέβασα ήταν το «Closer» στη Νέα Υόρκη και η πρώτη στην Αθήνα ήταν το «Festen, Μια οικογενειακή γιορτή». Μπορεί μετά να σκηνοθέτησα τις «Ζωές των άλλων», αλλά δεν μεταφέρω μόνο κινηματογραφικές ταινίες στο θέατρο. Τελευταία μου σκηνοθεσία ήταν το «Λεωφορείο ο πόθος» στην Κύπρο και τώρα ήρθε η σειρά του «Καλιγούλα» για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. 

Μετά το θάνατο της αδελφής και ερωμένης του Δρουσίλας, ο Καλιγούλας έχει εξαφανιστεί και όλοι τον αναζητούν. Όταν εμφανιστεί θα είναι πιο... σοφός. Έχει συνειδητοποιήσει πως η ύπαρξη είναι παράλογη, πως ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα και πως για να μπορέσει κάποιος να αντέξει τη ζωή του θα πρέπει να πιστεύει σε κάτι ανώτερο – ο ίδιος επιθυμεί το ανέφικτο. Πέρα απ’ ό,τι με αφορά ο φιλοσοφικός τρόπος που προσεγγίζει το θέμα της ύπαρξης ο Καμί, στο συγκεκριμένο έργο με συγκινεί το πάθος με το οποίο θέλει ο Καλιγούλας να περάσει τη γνώση του στους άλλους. 

Μπορεί κάποιος να δει τον «Καλιγούλα» ως τη θεατρική μεταφορά του «Μύθου του Σισύφου». Προσωπικά θέλησα να αναδείξω τη συνέπεια των χαρακτήρων και να διηγηθώ την ιστορία τους. Γιατί αυτό που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα στις παραστάσεις μου είναι η συγκίνηση. Ήμουν και παραμένω της αριστοτελικής λογικής...

Φαντάζομαι πως πολλοί θεατές θα επιχειρήσουν να κάνουν αναγωγές με το «σήμερα». Πως θα θελήσουν να ταυτίσουν τον Καλιγούλα με δικτάτορες ή πλανητάρχες. Προσωπικά δεν με απασχόλησε αυτή η πλευρά. Με απασχόλησε, όμως, το περιβάλλον του. Ο Καλιγούλας τούς λέει αλήθειες, αλλά όσοι βρίσκονται γύρω του δεν θέλουν να τις ακούσουν, δεν θέλουν να καταστρέψουν την ψευδαίσθηση ασφάλειας με την οποία έχουν μάθει να ζουν και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το πώς θα σώσουν τη θέση τους· το πώς θα νικήσει για μια ακόμα φορά η μετριότητα και θα ψαλλιδιστεί το υψηλό. Είναι μόνο ένα από τα θέματα που θίγει αυτή η σπουδαία τραγωδία της νόησης... 


Ο Καμί δεν πιστεύει πως ο Καλιγούλας είναι σχιζοφρενής. Βλέπει έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί με εγκληματικό τρόπο την εξουσία προκειμένου να επιβάλει αυτό που πιστεύει. Έχει ειπωθεί πως ένας διανοούμενος, όταν καταλάβει το παράλογο της ύπαρξης, μπορεί να προκαλέσει ένα φόνο· όταν το παράλογο το συνειδητοποιήσει ένας που κατέχει την εξουσία μπορεί να δημιουργήσει ένα σφαγείο. Αυτό είναι το έργο. Τι μπορεί να συμβεί όταν αυτός που αντιληφθεί το παράλογο της ύπαρξης έχει όλη την εξουσία στα χέρια του; 


FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web