«Είμαστε μια χώρα εσωτερικών αρπαχτών» // ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ - kathimerini.gr
Δεκαετίες ολόκληρες το αγαπήσαμε ως «Λεωφορείον ο Πόθος». «Μια παρεξήγηση είναι ο τίτλος, που βασίζεται στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη», λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για το κλασικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Η δική του παράσταση που θα δούμε (2/2) στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ονομάζεται «Το τραμ με το όνομα “Πόθος”». «Είναι η ακριβής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου» εξηγεί. Χαλαρώνει, σιγοπίνοντας ένα ποτήρι κρασί μετά τις εξαντλητικές πρόβες και στέκεται στη νέα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου: «Είναι σημαντικό οι παραστάσεις τέτοιων κλασικών έργων να αφήνουν πίσω τους κι ένα ίχνος γλώσσας. Aλλη εποχή, άλλες ανάγκες».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός δεν είδε ποτέ την κλασική ταινία του Καζάν με τους Μπράντο-Βίβιαν Λι. Η δική του θεατρική ματιά φλερτάρει με τη μουσική. «Ουσιαστικά είναι μια μουσική παράσταση. Eνα μπλουζ είναι ο πυρήνας του έργου. Κουβαλά όλο τον πόνο της περιοχής και της εποχής μετασχηματισμένο σε μουσική».
Δεν τον θέλγουν οι ρωγμές της ματαιόδοξης, αριστοκρατικής Μπλανς με τους κρυφούς πόθους, η προσγειωμένη αδερφή της, η Στέλλα, ο ακατέργαστος αρρενωπός Κοβάλσκι. Δεν υποκύπτει στον μύθο που κουβαλούν οι ήρωες για να ανεβάσει ένα έργο. «Εδώ, όλα τα πρόσωπα, κυρίως οι σχέσεις τους, είναι εντυπωσιακά. Δεν θα μπορούσα όμως να ανεβάσω το έργο για την Μπλανς ή τον Κοβάλσκι. Σε αυτή τη δραματουργία δημιουργείται ένας αστερισμός αιχμηρών σημείων που σε αιχμαλωτίζουν. Ο Ουίλιαμς είχε κάνει πολλά σχεδιάσματα πριν απ’ αυτό που γνωρίζουμε στο θέατρο, αλλά κι εκείνο που κατέληξε σε ταινία, κι αυτά έχουν σημασία για να αντιληφθεί κανείς τα πρόσωπα. Στην τελική του μορφή λείπουν κάποιες ίνες που συνθέτουν αυτά τα πρόσωπα ακόμη πιο πρισματικά. Η τελευταία σκηνή με τους γιατρούς που παίρνουν την Μπλανς είναι μια παραχώρηση του Ουίλιαμς. Μια εγκάθετη σκηνούλα επειδή δεν ήξερε πώς να ολοκληρώσει το έργο εκεί που το είχε πάει».
Η σκηνή αυτή «ενοχλεί την ποίηση του έργου. Μεταθέτει την ευαισθησία ενός προσώπου που η σχέση του με την πραγματικότητα είναι και δεν είναι. Ομως, ποιος δεν επιζητά ένα κομμάτι Μπλανς μέσα του; Την πραγματικότητα λίγο κουνημένη προς το ωραιότερο, ακόμη και αν δεν είναι απόλυτα πραγματικό;».
Δεν προσπάθησε να φέρει το έργο στα καθ’ ημάς, αν και ο θεατής μπορεί να βρει ομοιότητες. «Παρότι η ιστορία διαδραματίζεται αμέσως μετά το Κραχ, είναι η φάση της ελπίδας της Αμερικής, το όνειρό τους είναι σε άνοδο. Εμείς δεν είμαστε σε φάση ελπίδας. Η κρίση ήρθε σε μια στιγμή που μας είχε διαποτίσει η τεμπελιά της ευμάρειας, αποκαλύπτοντας μια χειρότερη κρίση που προϋπήρχε, την κρίση των αξιών. Ο όρος εργατικότητα έχει μετατοπιστεί μέσα μας ως αξία».
Η συζήτηση στρέφεται στις ψευδαισθήσεις. Κι εμείς ζήσαμε χρόνια μαζί τους. «Είναι επικίνδυνο να ταυτίσουμε το λαϊφστάιλ με την Μπλανς. Αν με ρωτάτε, δεν έχουμε τελειώσει με αυτό. Δεν μπορεί να αλλάξει ο ψυχισμός μιας κοινωνίας μέσα σε επτά χρόνια. Η τηλεόραση παραμένει ο μέγας ψυχικός χορηγός του. Αλλά το χειρότερο που μας συμβαίνει είναι η θεσμοθέτηση της αγένειας και του ψέματος, ειδικά στην πολιτική ζωή. Καμία στιγμή αυτογνωσίας ή μιας θαρραλέας συγγνώμης. Οι πολιτικοί, όπως και τα ΜΜΕ, διαμορφώνουν τρόπους συνύπαρξης. Ολοι έχουμε τα ίδια δικαιώματα διαρκώς: κανέναν σεβασμό σε τίποτα, κι αυτό φέρνει την αγένεια και την καταστροφή. Η μόνη ελπίδα είναι να μετατρέψουμε την καταστροφικότητα σε ένα έκθεμα ώστε να γίνει έργο τέχνης. “Ελάτε να δείτε τι μνημείο είμαστε”, μήπως κι αυτό λειτουργήσει μετατρεπτικά. Η διαρκής καταστροφή του δημοσίου χώρου έχει τρομερές συνέπειες στη ζωή μας. Είναι ένα σύνολο απαξιών».
Πώς νιώθει, τον ρωτάω, ως καθηγητής του ΑΠΘ (τμήμα Θεάτρου στην Καλών Τεχνών) με την επιθετικότητα και τους βανδαλισμούς στους χώρους του πανεπιστημίου, τη στάση του υπουργού Παιδείας προς τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τη στοχοποίηση καθηγητών; «Είναι μια γελοιότητα, όπως και η έννοια του ασύλου. Για τέσσερα συνεχή χρόνια έχουμε μια απόλυτη αναστάτωση (και για τους φοιτητές) εις βάρος της ποιότητας των σπουδών, λόγω μιας υποκινούμενης ανόητης κατάληψης που μας πέταξε ένα εξάμηνο έξω. Το χάδι απέναντι στους καταστροφείς συμβάλλει σε μια εθνική απάθεια στους πάντες. Ο,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία».
Ελλειψη σεβασμού
Ανησυχεί που ζούμε σε μια κοινωνία «με ελάχιστη κοινωνική συνείδηση. Χωρίς σεβασμό στον λόγο του άλλου. Ο διχαστικός λόγος είναι κάτι πιο βλακώδες και πιο ύπουλο, καθαρός λαϊκισμός. Παρωχημένη πολιτική και ιστορική ιδεοληψία». Αναφέρεται στον ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτά: «Είμαι σαφώς εναντίον.
Εμπνέει ένα διχαστικό πνεύμα σε μια κοινωνία που είναι δυστυχώς ανώριμη και δεν έχει πού να κρατηθεί. Είναι ένα συνονθύλευμα που ξεκινά από έναν σκοτεινό λενινισμό, δηλαδή σημασία έχει η καταστροφή του αστικού τοπίου ή του αστικού κράτους, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Αυτό ειπώθηκε το ’17, αλλά ήταν άλλοι καιροί. Σήμερα δεν μπορεί να εμπνεύσει ιδεολογία».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αμφισβητεί τα ιδεολογικά δεδομένα της Αριστεράς. «Της εφαρμοσμένης Αριστεράς που βλέπουμε αυτή τη στιγμή κι όχι της Αριστεράς γενικά», διευκρινίζει. «Η γυναίκα μου κατάγεται από τη Σοβιετική Ενωση, την Τιφλίδα, όπου ταξιδεύω συχνά. Οταν βγαίνει ο υπουργός Δικαιοσύνης και λέει: Δεν υπάρχουν κομμουνιστικά εγκλήματα, η ιστορική ανοησία είναι τέτοιου μεγέθους που είμαι υποχρεωμένος να δεχθώ είτε ότι είναι ανόητος ή ότι δουλεύει άσχετους». Τι σκέψεις τού δημιουργεί η κυβέρνηση; «Απέραντη θλίψη. Υπάρχουν κάποια πρόσωπα αξίας εκεί, δυστυχώς νόμιζα ότι ήταν περισσότερα. Πρόσωπα που πεινάνε –είτε για φαγητό, είτε για εξουσία...– είναι δύσκολο να είναι δίκαια».
Ο πλουραλισμός στο θέατρο «γλιτώνει ψυχές» λέει για την ελληνική πραγματικότητα. «Αυτή την ορμή όμως η χώρα δεν έχει τρόπο να την κάνει ωφέλιμο έργο. Είναι συνεχώς αναρχικές εκρήξεις πυροτεχνημάτων. Είμαστε μια χώρα εσωτερικών αρπαχτών, κι αυτό πληγώνει όσους θέλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Η χώρα δαγκώνει τον εαυτό της».
«Το τραμ με το όνομα “Πόθος”» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (2/2). Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Αγγελος Τριανταφύλλου, Ευαγγελία Καρκατσάνη, Αντριαν Φρίλινγκ.
Έντυπη