Είδα: το «Τραμ με το όνομα Πόθος» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού-http://tospirto.net

Ισως, το ωραιότερο ανέβασμα του έργου τα τελευταία χρόνια.

Εκείνο που αξιολογεί ιδιαίτερη την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού  - στα όρια της ήσυχης νεωτερικότητας αναφορικά με τον Τένεσι Γουίλιαμς πάντα – είναι η προσπάθειά της να σταθεί αυτόφωτη. Αυτόφωτη, γιατί παρά τα δεκάδες σημαντικά και ασήμαντα ανεβάσματα που έχουν προηγηθεί από Ελληνες ή ξένους δημιουργούς στις αθηναϊκές σκηνές, τη μυθολογία (που εν πολλοίς οφείλεται στο κλασικό φιλμ του Ελία Καζάν) και τη σειρά μελετών που παγκοσμίως έχουν αφιερωθεί σε αυτό, η παράσταση φτάνει στον προορισμό της χωρίς να αποπροσανατολιστεί ή να “τυφλωθεί” από τους αναμμένους προβολείς. Και χωρίς να αξιοποιήσει,  ευρέως χρήσεως εντυπωσιοθηρικά εργαλεία.

Ο Μαρμαρινός οδηγεί την ανάγνωση κατευθείαν στην καρδιά του έργου. Κι αφού παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μην αξιοποιήσει τη μετάφραση του Νίκου Γκάτσου αλλά να αναθέσει μια νέα μεταφραστική εργασία στον Αντώνη Γαλέο, του επιστρέφεται αυτομάτως ένα κείμενο “παρθένο”, καθόλου παιγμένο, όπου οι λέξεις ηχούν πιο γειωμένες και οι εμβληματικές φράσεις του αναδιατυπωμένες - όπως η θρυλική κορύφωση του με τα λόγια της Μπλανς «πάντα βασιζόμουν την καλοσύνη των ξένων», εδώ εκφέρεται ως «πάντα εξαρτιόμουν από την ευγένεια των αγνώστων». Παραδόξως, το νέο υλικό δικαιώνει την ύπαρξη του, όχι λόγω φρεσκότητας, αλλά γιατί καταφέρνει να μην εκδιώξει την ποίηση που στον Τένεσι Γουίλιαμς συνομιλεί τόσο λεπτά με τον ρεαλισμό και πλάθει μια κατάσταση μονίμως παλλόμενη - γι' αυτό και κραταιά στο χρόνο.

Το ποιητικό σύμπαν της παράστασης βεβαίως καθορίζεται κι από μια άλλη εκδοχή “λόγου”, τη μουσική και το τραγούδι που υπογράφει ο Αγγελος Τριανταφύλλου. Αντλώντας από την ιθαγένεια του συγγραφέα και του έργου, μεταξύ των βαλτότοπων του Μισσισσίπη και της τζαζ της Νέας Ορλεάνης – αλλά και χωρίς να αποβάλλει εντελώς το προσωπικό του ιδίωμα – συνθέτει μια σειρά θλιμμένων, αν όχι πένθιμων, ήχων που προλογίζουν εξ αρχής το «γραμμένο μέλλον» της Μπλανς από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι της στα Ηλύσια Πεδία. Η συμβολή του Τριανταφύλλου μοιάζει καταλυτική αφενός για τη συνοχή και την ατμόσφαιρα της παράστασης μα και για την αντιμετώπιση της ως θρηνητικό για τον πόθο, κι όχι ως αισθησιακό τραγούδι.

Κι εκεί τελικά φαίνεται πως βρίσκεται η ουσιώδης διαφορά της ανάγνωσης στο γνωστό ως «Λεωφορείον, ο πόθος». Η σκηνοθεσία απωθεί την εικόνα του σεξ, ακόμα και σε σκηνογραφικό επίπεδο, (δείτε τη σημειολογική απουσία κρεβατιών από το φτωχικό της Στέλλας και του Στάνλεϊ – σκηνογραφία: Εύα Νάθενα), αλλά κι όταν συμβαίνει (η συνεύρεση- επανασύνδεση των δύο συζύγων ή ο “βιασμός” της Μπλανς από τον αγροίκο κουνιάδο της) περισσότερο υπονοείται παρά αναπαρίσταται. Επισημαίνεται, δηλαδή, πως η ερωτική φλόγα είναι πια – τουλάχιστον για την Μπλανς Ντιμπουά – ένα φάντασμα που πλανάται, μια ανάμνηση που τη στοιχειώνει, ένα παρελθόν από το οποίο έχει πια εξοριστεί χωρίς γυρισμό.

Η ιστορία της Μπλανς στη Νέα Ορλεάνη, εξάλλου, ξεκινάει όταν εκείνη εξοστρακίζεται από τη γενέτειρά της, αφού παρότι αριστοκράτισσα, υιοθετεί μια ελευθεριάζουσα ερωτική συμπεριφορά. Η επιθυμία της Μπλανς για πόθο - και πολύ παραπάνω για αγάπη - δεν είναι ένας προορισμός, είναι ένας τερματικός σταθμός, ένας θάνατος που ενταφιάζεται στη φτωχογειτονιά των Ηλυσίων Πεδίων.
Αφουγκραζόμενος τέτοιες ποιότητες στον Τένεσι Γουίλιαμς ο Μιχαήλ Μαρμαρινός οδηγεί το «Τραμ» σε μια λοξή, άρα και διαφορετική, πορεία· επιτρέποντας παρόλα αυτά και ιδρυτικά στοιχεία των “νομιμοποιημένων” αναγνώσεων να εισδύσουν: Η αντικομφορμιστική προσωπικότητα ενάντια στο παγιωμένο σύστημα, η ξεπεσμένη αριστοκρατία κόντρα στο προλεταριάτο που προελαύνει, η μαγεία που συντρίβεται από το ρεαλισμό. Παρεισφρέει ακόμα και η αναφορά στο κινηματογραφικό παρελθόν του έργου,  μα κάτω από μιαν παραμορφωτική οθόνη που προβάλλει τα τεκταινόμενα ασπρόμαυρα μεν, αλλά χαμηλής ευκρίνειας. Τα υλικά της σκηνοθεσίας δηλαδή δεν “μυρίζουν” παρελθόν, μα σίγουρα το έχουν κατανοήσει.

Στο ίδιο τέμπο και οι ερμηνείες του θιάσου με τη Μαρία Ναυπλιώτου ως Μπλανς Ντιμπουά να πετυχαίνει, όπως φαίνεται, τη σημαντικότερη ερμηνεία της. Φορέας μιας παλιάς αλλά εύθραυστης γοητείας, προσπαθεί να συντηρήσει λυσσασμένα το παρελθόν της ζωντανό μεταμφιέζοντας το παρόν της με τις πλουμιστές βραδυνές τουαλέτες του Μπελ Ρεβ. Η ωραιότερη στιγμή της δεν βρίσκεται ούτε στις πολύ καλά ελεγχόμενες πόζες της που απεικονίζουν την πάλη της να βρει την αγάπη, ούτε στις νευρωτικές της εκρήξεις όταν βεβαιώνεται πως την έχει χάσει οριστικά, αλλά όταν τα κομματάκια των δύο αυτών καταστάσεων βρίσκονται βιωμένα στο άψυχο βάδισμα της.
Ο ρόλος της Στέλλα αναβαθμίζεται σημαντικά χάρη στη δυναμική παρουσία της Θεοδώρας Τζήμου που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους: Στο αντικείμενο του πόθου και στο τέλος αυτού. Ο Χάρης Φραγκούλης κάθεται καλά πάνω στο θρόνο του κυρίαρχου αρσενικού αποβάλλοντας προσεκτικά τα κλισέ του και η  Ευαγγελία Καρακατσάνη καθηλώνει με την αγγελική φωνή της. Σε βοηθητικούς ρόλους αλλά χωρίς να εναρμονίζονται επαρκώς με το σύνολο οι Αγγελος Τριανταφύλλου και Αντριαν Φρίλινγκ. Μια αδυναμία που προστίθεται στην εκτός δραματουργίας κινησιολογία με τα νευρικά τρεχαλητά.
Κατά τα άλλα, το «Τραμ, με το όνομα Πόθος» είναι ίσως  το ωραιότερο ανεβάσμα του πολυπαιγμένου έργου, τα τελευταία χρόνια.

Γιατί να το δω:
-Για την ανανεωτική ματιά της σκηνοθεσίας.
-Για τη Μαρία Ναυπλιώτου στην καλύτερη στιγμή της.
-Για τα μπλουζ του Αγγελου Τριανταφύλλου.

Γιατί να μην το δω:
Για την ανοικονόμητη κινησιολογία.

Στέλλα Χαραμή

Φωτογραφίες

[  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ] [  photo Karol Jarek  ]

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web