Ο Καλιγούλας ενσαρκώνει τον παραλογισμό της ύπαρξης και το ανέφικτο της ευτυχίας Από Μαρία Κρύου

Συνέντευξη της Αλίκης Δανέζη Knutsen | Μαρία Κρύου | Αθηνόραμα

Ο «Καλιγούλας» είναι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας που προσπάθησε να δώσει απαντήσεις στα υπαρξιακά του ζητήματα αιματοκυλώντας τη Ρώμη. Ήταν άγιος ή τρελός; Η Αλίκη Δανέζη Knutsen, ενώ έχει στα σκαριά τη νέα της ταινία, άφησε την κάμερα και έκανε zoom στη θεατρική εμπειρία αναζητώντας την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Λίγο προτού ανεβάσει το ποιητικό κείμενο του Αλμπέρ Καμί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (από τις 3/2 ), μίλησε με τη Μαρία Κρύου.
  
Ο Καλιγούλας έμεινε στην ιστορία για την αγριότητα και τη φαυλότητά του. Εσύ πώς θα τον χαρακτήριζες; 
 
Έχω αγαπήσει τον Καλιγούλα και θεωρώ ότι αυτό που κάνει είναι μια πράξη «αυτοθυσίας» κι όχι παραφροσύνης. Μετά το θάνατο της αγαπημένης του αποκτά μια βαθύτερη φιλοσοφική γνώση για τη ζωή και το θάνατο. Σωστή, λάθος δεν έχει σημασία, δεν το διερευνούμε καθόλου. Ύστερα από μια μεγάλη απώλεια φτάνει να πιστέψει πως η ζωή είναι παράλογη και ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο. Έρχεται λοιπόν πίσω στη βάση του και αποφασίζει ότι θέλει να κάνει όλους τους ανθρώπους να καταλάβουν αυτή την αλήθεια. Δεν υπάρχει καμία μοχθηρία, καμιά εκδικητικότητα, καμία διάθεση καταστροφής. Είναι ένας λογικά οξυδερκής χαρακτήρας, που μπαίνει σε μια αποστολή, γίνεται καθρέφτης της κοινωνίας γύρω του και ενσαρκώνει τον παραλογισμό της ύπαρξης και το ανέφικτο της ευτυχίας.
  
Σε αυτό τον παραλογισμό της ύπαρξης εστιάζει και ο Καμί; 
Χθες το βράδυ είδα ένα ντοκιμαντέρ για το σύμπαν που με zoom out έδειχνε χιλιάδες γαλαξίες. Όλοι μαζί δημιουργούσαν ένα τόσο πυκνό πράγμα σαν κερήθρα. Μου κόπηκε η ανάσα μπροστά σ’ αυτό το θέαμα. Κάπου εκεί, μέσα σ’ αυτό το σύμπαν, είμαστε κι εμείς. Το κλειδί είναι να βρεις τη θέση σου σε αυτό το σύνολο και να αποδεχτείς την προσωρινότητα και τη φθορά. Ο Καμί λέει ότι «ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που αρνείται αυτό που είναι». Ο Καλιγούλας μοιάζει να κατάλαβε αυτό που είναι ο άνθρωπος.
Χρησιμοποιεί τη δική του λογική μέχρι τέλους και πιστεύει πως όποιος την ακολουθεί είναι ειλικρινής κι όχι ψεύτης, δεν τρέφεται από ψευδαισθήσεις δεν εφησυχάζει σε μια ασφάλεια που εν τέλει δεν υπάρχει, αφού όλα οδηγούν στο θάνατο. Εδώ υπάρχει σύγκρουση γιατί ο Καλιγούλας απαρνείται την ανθρώπινη υπόσταση, ενώ ξεκινά ως ένας φοβερά ευαίσθητος άνθρωπος με συναισθηματικό πλούτο. Στην πορεία καταλαβαίνει τι πρέπει να θυσιάσει για να μπορεί να ακολουθήσει τη λογική. Χρησιμοποιεί λοιπόν την εξουσία του πιστεύοντας πως η κοινωνία θα πρέπει να διέπεται από κανόνες, αλλά όχι από ψευδαισθήσεις.
  
Και μέσα σε όλο αυτό ο Μπλέιν Ρέινινγκερ παίζει ζωντανά με την κιθάρα του; 
Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με τον Μπλέιν και τον έχω λατρέψει. Είναι απίστευτα εφευρετικός και επαγγελματίας. Στην πρώτη ανάγνωση που έγινε το καλοκαίρι ήρθε με ένα cd που περιείχε τρία εξαιρετικά κομμάτια για την παράσταση. Παίζει ζωντανά στη σκηνή και η σύνθεσή του ταιριάζει πολύ με αυτό που θέλουμε, η παράσταση να συνδυάζει το σκληρό με το ευαίσθητο, το συναισθηματικό.
Είναι αφαιρετική η σκηνική σου προσέγγιση; 
Ο Καμί χαρακτηρίζει το έργο «μια τραγωδία της νόησης» κι εγώ προσπάθησα να δοθούν ξεκάθαρα οι χαρακτήρες, να ακούσουμε τις σκέψεις τους, να φωτιστούν όλα εκείνα τα σημεία που οδηγούν στις πράξεις τους. Πήγα λοιπόν σε μια αρκετά αφαιρετική προσέγγιση και λειτουργώντας διαισθητικά προσπάθησα να τονίσω την πλοκή. Δεν είναι εύκολο έργο. Υπάρχουν ας πούμε συνωμοσίες για τη δολοφονία του αυτοκράτορα. Κάποια στιγμή ένας πατρίκιος συμβουλεύει: «Δεν είναι καλό να τον δολοφονήσουμε τη συγκεκριμένη στιγμή γιατί όλος ο κόσμος θα είναι εναντίον μας. Πρέπει να οδηγήσουμε τη λογική του μέχρι να γίνει τρέλα. Τότε, όλοι θα είναι εναντίον του». Υπάρχει μια αφηγηματική γραμμή κι αυτήν ακολουθώ. Επειδή προέρχομαι από το χώρο του σινεμά, η δραματουργική εξέλιξη θέλω να είναι ξεκάθαρη. Να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, ιστορία, ανατροπή, εξέλιξη με μια αριστοτελική προσέγγιση της δομής, της πλοκής και της αφήγησης.
  
Είναι η τέταρτη παράσταση που κάνεις με τον σύζυγό σου Γιάννη Στάνκογλου. Η οικειότητα δυσκολεύει ή διευκολύνει; 
Δεν μιλάμε για τη δουλειά στο σπίτι και είναι φοβερό το πόσο επαγγελματικά μπορούμε να συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον, απλώς επειδή γνωριζόμαστε πολύ καλά τρεις κουβέντες είναι αρκετές για να συνεννοηθούμε. Έχουμε κάνει και δύο ταινίες μαζί και από το πρώτο κάστινγκ, στο οποίο τον συνάντησα, σκέφτηκα πως ο Γιάννης θα κάνει σπουδαία πράγματα.
Τι θαυμάζεις σ’ εκείνον ως ηθοποιό; 
Έχει αυθορμητισμό, αμεσότητα, έντονη ενέργεια, ένστικτο και μια φυσιογνωμία πολύ εκφραστική με πάρα πολλούς τρόπους. Είναι το όνειρο κάθε σκηνοθέτη καθώς σου δίνει πάρα πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια της πρόβας, κάποια από τα οποία μπορείς στη συνέχεια να διαλέξεις και να ενσωματώσεις στην παράσταση.
  
Είναι η πρώτη φορά που συναντάς σκηνοθετικά τη Θεοδώρα Τζήμου και τον Ιερώνυμο Καλετσάνο; 
Ναι, λατρεύω το πόσο εφευρετική και εμπνευσμένη ηθοποιός είναι η Θεοδώρα. Εκτιμώ πάρα πολύ το πώς μπορεί ο ηθοποιός να βγάλει την αλήθεια του και να τη χρησιμοποιεί, ανά πάσα στιγμή, από την πρώτη πρόβα μέχρι την τελευταία παράσταση. Ο Ιερώνυμος επίσης είναι εξαιρετικός, πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, απίστευτα πειθαρχημένος, δίνει εξαιρετικά πράγματα σιγά σιγά.
  
Ξεκίνησες ως κινηματογραφική σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος. Η σχέση σου με τον Γιάννη σε οδήγησε στο θέατρο; 
Τελειώνοντας το λύκειο πήγα στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (U.S.C ) για σπουδές στον κινηματογράφο αλλά στο Λος Άντζελες άντεξα μόνο εννιά μήνες. Δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής. Συνέχισα τις σπουδές μου στο Tisch School of the Arts της Νέα Υόρκης, μια πόλη που για τα δικά μου δεδομένα, τη δεκαετία του’ 90, ήταν πιο ανθρώπινη με περισσότερους ευρωπαίους κατοίκους, με μια αίσθηση του οικείου και μια ελευθερία στο να ψάξεις και να βρεις αυτά που θέλεις.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου δούλεψα για ένα μεγάλο διάστημα στο πειραματικό θέατρο La Mamma E.T.C. και έκανα την πρώτη μου θεατρική σκηνοθεσία με το «Closer» του Πάτρικ Μπάρμπερ, ένα χρόνο πριν γνωριστώ με τον Γιάννη. Ζήσαμε μαζί στη Νέα Υόρκη, αλλά η συνάντηση μας έγινε στην Αθήνα, το 2000, συμμετείχε στη δεύτερη ταινία μου μεγάλου μήκους. Στην Αθήνα σκηνοθέτησα στο θέατρο για πρώτη φορά, το 2006, το «Festen» των Τόμας Βίντερμπεργκ, Μόγκενς Ρούκοφ και Μπο Χρ. Χάνσεν, ακολούθησαν δυο ακόμα παραστάσεις και τώρα ήρθε ο «Καλιγούλας».
  
Ετοιμάζεις νέα ταινία; 
Ολοκληρώνω τα γυρίσματα της τρίτης μεγάλου μήκους ταινία, έχει τον τίτλο «Chinatown-Τα τρία καταφύγια» και διαδραματίζεται στην chinatown της Αθήνας. Είναι μια ταινία οικονομικά χρηματοδοτούμενη από το Υπουργείο Παιδείας και το Κέντρο Κινηματογράφου της Κύπρου.
Το καλλιτεχνικό τοπίο στην Κύπρο όλο και ενδυναμώνετε από νέες παρουσίες;
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια έχουν βγει πολλές νέες καλλιτεχνικές ομάδες, έχουν ανοίξει θέατρα και πολυχώροι με άποψη. Μου αρέσει να δουλεύω στην Κύπρο γιατί συναντάς εξαιρετικούς επαγγελματίες που επιχειρούν μια πηγαία προσέγγιση στα πράγματα. Δυστυχώς είναι τόσο μικρό το μέρος και τόσο λίγα τα ερεθίσματα, γι’ αυτό και πολλοί καλλιτέχνες φεύγουν από τη χώρα.
  
Είσαι πάντα με το ένα πόδι στην Κύπρο. Εκεί γεννήθηκες; 
Γεννήθηκα στη Λυόν της Γαλλίας αλλά με μεγάλωσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου στη Λευκωσία. Το καλοκαίρι το 1974 βρεθήκαμε στην πατρίδα των γονιών μου, την Αμμόχωστο, για διακοπές και μας βρήκε η εισβολή. Ο πατέρας μου κατετάγη ως έφεδρος αξιωματικός και από τότε ήταν αγνοούμενος. Από μαρτυρίες μάθαμε πως την ώρα που υποχωρούσαν τα δικά μας στρατεύματα από Πέλλα Πάϊς, που είναι χτισμένο στον Πενταδάκυλο, πήγε μαζί με άλλους να ελευθερώσει μια ομάδα κυπρίων και τους έπιασαν οι Τούρκοι. Τους έκλεισαν σε ένα ελαιοτριβείο το βράδυ και την επόμενη μέρα τους έβαλαν στη σειρά, στο κέντρο του χωριού και τους πυροβόλησαν. Πριν από 8 χρόνια που έγιναν εκσκαφές για τον εντοπισμό ομαδικών τάφων στα κατεχόμενα, έγιναν εξετάσεις DNA και τον βρήκαμε θαμμένο εκεί.
  
Αυτή είναι μια πολύ επώδυνη ιστορία. Τι προβλέπεις για τη λύση του κυπριακού ζητήματος; 
Πρέπει να πάμε μπροστά και να τα αφήσουμε όλα πίσω. Κανείς δεν υπολογίζει το χρόνο που περνά ως ένα πολύ μεγάλο μείον. Οι άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή χωρίς να έχουν πραγματώσει την επιθυμία τους να γυρίσουν στα σπίτια τους. Όταν άνοιξε το οδόφραγμα στη Λευκωσία πολλοί έλεγαν πως δεν πρόκειται να πάνε απέναντι, στα κατεχόμενα κι όταν το έκανα πήραν χαρά από αυτό. Ο υπερπατριωτισμός είναι ανώφελος. Πρέπει να βρεθεί λύση.

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web