Εμείς δεν μπορέσαμε, όχι οι επόμενοι - www.efsyn.gr

Συντάκτης: 

Έφη Μαρίνου

Μεταφράζει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ, που ανεβαίνει στις 22 Νοεμβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μια παράσταση ακραίου ρεαλισμού, όπου μέσα από τη γελοιότητα της παραίτησης και της συνθηκολόγησης των ηρώων ξεχωρίζει το μήνυμα του συγγραφέα για αντίσταση στην αποδοχή, στο τέλμα. Μήνυμα που κατά τον σκηνοθέτη συνδέεται απολύτως με το σήμερα, καθώς η ανάγκη για ελπίδα κινδυνεύει να σβήσει

Για πολλά χρόνια ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια ζουν ήρεμα και αρμονικά στην επαρχία συντηρώντας τα κτήματα και την περιουσία της οικογένειας. Οταν όμως ένα καλοκαίρι ο πατέρας της Σόνιας έρχεται από την πρωτεύουσα μαζί με τη νέα του γυναίκα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι κρυφές αντιπαλότητες της οικογένειας έρχονται στην επιφάνεια και καταστρέφουν κάθε ηρεμία.

Η κρίση της μέσης ηλικίας, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, τα οικονομικά συμφέροντα του καθενός, οι ενδοοικογενειακοί ανταγωνισμοί οδηγούν ώς μια απόπειρα δολοφονίας. Είναι ο θυμός που γεννιέται στον κάθε άνθρωπο απ’ τη στιγμή που άλλο ήθελε να γίνει κι άλλο έγινε.

Μια ιδιαίτερα ανθρώπινη ιστορία του Αντον Τσέχοφ, όπου η ψευδαίσθηση και η απόγνωση ανταγωνίζονται το χιούμορ και την ελπίδα. Πώς ζούμε; Ζούμε όπως θα θέλαμε; Ή όπως θέλουν οι άλλοι;

Συνέντευξη

Ο Γιώργος Κιμούλης, μεταφράζοντας, σκηνοθετώντας και ερμηνεύοντας τον «Θείο Βάνια» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση του έργου. Μια ακραία ρεαλιστική παράσταση μακριά από την επικρατούσα σκηνοθετική προσέγγιση που βλέπει τους ήρωες βουτηγμένους στη μελαγχολία της αδράνειας, της πλήξης, της εγκατάλειψης, της ηττοπάθειας.

Ο σκηνοθέτης διαβάζει στην πρόθεση του Τσέχοφ ένα μήνυμα αισιοδοξίας, ένα μήνυμα θυμού κόντρα στις δυνάμεις της παραίτησης και της προσαρμογής. Κι εδώ, ο ήρωας, ο θείος Βάνιας, δεν είναι μόνον αγαθός και παραιτημένος, αλλά επίσης κυνικός και τσαντισμένος...

Ενα τρυφερό ποίημα για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης χαρακτηρίζει το έργο ο Γιώργος Κιμούλης:

«Η μεγάλη παρεξήγηση με τον Τσέχοφ είναι πως πιστεύουμε ότι είναι παιδί του Τολστόι. Οχι. Παιδί του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι είναι. Αιχμηρός, βιτριολικός και συγκρουσιακός. Ως ποιητής των ανθρώπινων αδυναμιών καταδεικνύει, στον Θείο Βάνια, το πόσο γελοία είναι η παραίτηση στη διάρκεια της ζωής μας. Απ’ αυτό πάσχει σήμερα ο άνθρωπος. Γελοιοποιώντας την έννοια της ουτοπίας, επιλέγουμε τον δυστοπικό μονόδρομο της παραίτησης. Κι αυτή η εγκατάλειψη, πέρα από το ότι είναι κατανοητή η αιτία της, λόγω της συναισθηματικής μας κόπωσης μετά από τόσες αποτυχίες, κουβαλάει και μια γελοιότητα. Ενα πέρασμα είναι η ζωή μας! Με τοίχους ολόγυρα, που πίσω τους όμως κάτι σημαντικό υπάρχει… Ας προσπαθήσουμε να τους γκρεμίσουμε για να το συναντήσουμε. Εχω σπάσει πολλές φορές το κεφάλι μου και όχι τον τοίχο. Αλλά δεν γίνεται να μη συνεχίζω. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέρα απ’ τη σύγκρουση».

«Φοβόμαστε...»

● Η επιλογή τού να μετράμε λιγότερα τραύματα, λιγότερα σπασμένα κεφάλια;

Μια στιγμή… Ποιος σας είπε ότι ερχόμαστε στη ζωή φορώντας ζώνη ασφαλείας ή κράνος; Αν αποφασίσουμε να κυνηγάμε λιγότερα τραύματα, δεν ζούμε. Απλώς φοβόμαστε να ζήσουμε. Υπάρχει ένα κέρδος από το χτύπημα στον τοίχο. Ισως όχι το γκρέμισμα του τοίχου, ούτε βέβαια και ο μαζοχισμός τού να σπας συνεχώς το κεφάλι σου. Το κέρδος που υπάρχει έχει σχέση με το περίφημο εκκρεμές του Νεύτωνα. Μια πράξη σου μπορεί να μην ενεργεί με άμεσο τρόπο, αλλά με έμμεσο. Μπορεί κάποιος να την παρακολουθεί λίγο πιο πέρα και λόγω αυτής της πράξης, ίσως αντιδράσει καλύτερα από σένα στον μέλλοντα χρόνο. Αρα κάτι δημιουργείς. Δεν ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει πίσω από μια ήττα. Αν δεν πίστευα αυτό που λέω, δεν θα συνέχιζα να κάνω θέατρο κάτω από αυτές τις συνθήκες. Οταν βιώνεις μια σκληρή στιγμή στον παρόντα χρόνο, οι καλές και ήσυχες στιγμές του παρελθόντος δεν σε παρηγορούν. Μόνον έναν στόχο πρέπει να έχεις: αν πέσεις, να ξανασηκωθείς.

● Κάποιοι, όσο κι αν θέλουν να μην είναι έτσι, πιστεύουν πως αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ…

Ο Τσέχοφ στέλνει ένα μήνυμα θυμού ενάντια στην απαισιοδοξία και την προσαρμογή. Παρουσιάζει τον άνθρωπο με τις αδυναμίες του, αλλά συγχρόνως δείχνει πως δεν είναι μόνο δραματικά αδύναμος, είναι και γελοίος. Είναι εμφανές το τρυφερό του βλέμμα πάνω στα παραιτημένα πρόσωπα, αλλά ταυτόχρονα είναι εμφανής και η ειρωνεία του, όταν φανερώνει τη γελοιότητα της φράσης «ο κόσμος δεν αλλάζει». Βλέπει τους ανθρώπους μες στην αδυναμία τους ως ποιητικά όντα, αλλά επιτίθεται στην αντίληψη «έτσι είναι η ζωή, τι να κάνουμε;».

● Λέτε δηλαδή ότι ο Τσέχοφ υπήρξε θύμα ανάγνωσής του στη σκηνική ερμηνεία των έργων του; Εξαιτίας των παραστάσεων που, συνήθως, φέρουν την αποδοχή των ηρώων στην παραίτηση, στο τέλμα;

Ναι. Είναι αυτές οι παραστάσεις που παρασύρονται απ’ την ανάγνωση της στανισλαφσκικής σχολής. Ο Στανισλάφσκι όμως τότε συγκρουόταν με το ψευτορομαντικό, επικό θέατρο της εποχής του. Στην προσπάθειά του να εξανθρωπίσει τη θεατρική πράξη, ακούμπησε χορδές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που ήταν πιο ευαίσθητες, αδύναμες, παραιτημένες, ηττημένες. Αυτό ήταν κι ένα απ’ τα σημεία που ο Τσέχοφ διαφωνούσε στο πώς ανέβαζε κάποιες σκηνές απ’ τα έργα του ο Στανισλάφσκι. Κι όταν έλεγε ότι γράφει κωμωδίες που σκηνοθετούνται ως δράματα, εννοούσε: μη διαβάζετε τα έργα μου με σοβαροφάνεια. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ερμηνεύουμε με άλλον τρόπο τον Τσέχοφ. Κι αυτό οφείλεται στη λιθουανική προσέγγιση και συγκεκριμένα στον Εϊμούντας Νεκρόσιους και τον «Θείο Βάνια» του. Παράσταση που είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά και πολλούς επικριτές. Εκτοτε έγιναν κάποιες ακόμα προσπάθειες, στη δεκαετία του ’80, που όμως απέτυχαν. Και επιστρέψαμε ξανά στην ανάγνωση που «πριμοδοτεί» τη μελαγχολία της πλήξης, της μονοτονίας και της παραίτησης. Κι έπρεπε να έρθει ξανά ένας άλλος Λιθουανός το 2009, ο Ρίμας Τούμινας, στο θέατρο Βαχτάνγκοφ της Μόσχας, για να μας απομακρύνει από αυτή τη μανιέρα.

● Αυτή η άλλη ανάγνωση που κάνετε πώς αποτυπώνεται στη σκηνή;

Με την πλήρη απoενοχοποίηση των κωμικών στοιχείων. Ο Τσέχοφ παίζει με όλα τα είδη του θεάτρου: Δράμα, κωμωδία, φάρσα, τραγωδία, ανάλογα με τις συνθήκες που δημιουργούνται στην κάθε σκηνή. Τα πρόσωπα αυτά είναι βουτηγμένα μες στην απόγνωση, αλλά συγχρόνως έχουν και μια τρομακτική ανάγκη να ζήσουν, όσο κι αν οι ίδιοι δηλώνουν την απέχθειά τους προς τη ζωή. Είναι φυσική αυτή η αντίδραση, γιατί ακόμα και τη στιγμή της παραίτησής μας, όταν κάτι πάει να μας χτυπήσει, ενεργοποιείται εντός μας ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας. Η παράστασή μας λοιπόν οφείλει να έχει αυτό το στοιχείο. Μια ένταση σχεδόν αντιφατική ως προς αυτά τα οποία δηλώνουν πολλές φορές τα πρόσωπα. Η γνωστή τσεχοφική πλήξη, ας πούμε, η οποία πάντα δημιουργείται από μια έλλειψη, εκφράζεται μέσω μιας υστερίας, ενός καβγά. Κι αυτό δεν το «διαβάζω» σκηνοθετικά εγώ, υπάρχει στο κείμενο.

● Συγκρούσεις που οδηγούν ώς μια απόπειρα δολοφονίας στο όριο του κωμικού…

Ακριβώς. Σκηνή που ξεκινάει από το δράμα μιας αδικίας και καταλήγει στη γελοιότητα της κατάρρευσης του ανθρώπου λόγω αποτυχίας να σκοτώσει αυτόν που τον αδικεί. Στις σχέσεις αυτών των προσώπων παρατηρείς όλη τη βεντάλια των φυσικών αντιδράσεων, όπως γίνεται στην ίδια τη ζωή. Ο Βάνιας είναι αγαθός, έξυπνος, κυνικός, παραιτημένος, αλλά και τσαντισμένος. Η παράστασή μας, παρόλο που έχει πολλές αναφορές στην ανάγνωση του Νεκρόσιους και του Τούμινας, κινείται σε πιο ρεαλιστικούς δρόμους.

● Εννοείτε στη φόρμα της;

Ναι. Σε μια εποχή που πάρα πολλές παραστάσεις στη χώρα μας έχουν μια δήθεν αποστασιοποιημένη στάση, ένα είδος μη συμμετοχής, αντίστοιχης της μη συμμετοχής στον κοινωνικό μας χώρο, πιστεύω πως εγώ σχεδόν οφείλω να κινηθώ μέσα σε απόλυτα ρεαλιστικά πλαίσια. Ναι, είναι ακραία ρεαλιστική η φόρμα της.

«Θύμα και θύτης...»

 

Γιώργος Κιμούλης- Θείος Βάνιας

● Πού ακουμπάει συναισθηματικά περισσότερο ο Βάνιας;

Κατ’ αρχάς στον φίλο του, τον γιατρό Αστροφ, του οποίου όμως ένα κομμάτι δεν το αντέχει. Οπως συμβαίνει και με πολλούς φίλους μας. Δεν τους αποδεχόμαστε στο σύνολό τους, αλλά μόνο στο μέρος που εμείς έχουμε ανάγκη, το μέρος που μας λείπει, που μας συμπληρώνει. Το υπόλοιπο μας περισσεύει και συχνά μας ενοχλεί. Επίσης ακουμπά συναισθηματικά στη Σόνια, την ανιψιά του, στην οποία ο Βάνιας προβάλλει τη λατρεία που είχε στη νεκρή αδελφή του, τη Βέρα, τη μητέρα της. Ξέρετε… όταν διαβάζεις το κείμενο, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσεις τον τρόπο κατασκευής του, δεν βλέπεις καθαρά τη σημαντικότητά του. Στη σκηνή όμως όλα γίνονται απολύτως ξεκάθαρα. Αυτός ο μέγας μάστορας, ο Τσέχοφ, έχει λάβει υπόψη του τη σωματοποίηση του κειμένου του απ’ τους ηθοποιούς. Την έχει συμπεριλάβει στη γραφή του. Μ’ άλλα λόγια, ο Τσέχοφ πιστεύει βαθιά στον άνθρωπο. Τον θεωρεί πιο σημαντικό από όποια φράση κι αν λέει, από όποια πράξη μπορεί να κάνει δρώντας μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα. Αξιολογεί την ίδια την ύπαρξη ως σημαντικότερη της πράξης. Ενα πολύπλοκο σύστημα είναι ο άνθρωπος. Δεν γίνεται να τον κλείσεις σε μια μόνο κουβέντα ή σε μια μόνο πράξη. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος που αδυνατείς να τον περιγράψεις. Μόνο να τον βιώσεις μπορείς.

● Ακούγεται τρομακτικό αν το προεκτείνουμε με όρους αληθινής καθημερινής ζωής, όχι σκηνής και ρόλων…

Ναι, αλλά έτσι δεν είναι η ζωή μας; Ολες οι παρεξηγήσεις δεν γίνονται στην προσπάθειά μας να κλείσουμε έναν άνθρωπο σε μια πράξη ή σε μια φράση του;

● Εσείς πρέπει να το ξέρετε καλά αυτό…

Οπως όλοι μας νομίζω. Το ξέρω και ως θύμα αυτής της παρεξήγησης, αλλά και ως θύτης…

● Αν το έχετε υποστεί ως θύμα, πώς μπορείτε να το αναπαραγάγετε ως θύτης;

Ολοι προσπαθούμε να μην κάνουμε αυτά που μας κάνουν, όμως δεν προλαβαίνεις ποτέ να μπεις πλήρως στον κόπο του άλλου. Για να πετύχει κάποιος αυτό που λέτε, να μην αναπαράγει ως θύτης αυτό που έχει δεχθεί ως θύμα, πρέπει να μπορεί να μπει στον κόπο του άλλου. Αλλά εκείνη τη στιγμή είναι τόσο έντονα παρών ο δικός του κόπος ή πόνος, που το μυαλό του βουίζει και δεν μπορεί να ακούσει τον κόπο του άλλου.

● Το ότι κατανοούμε το γιατί μας «αθωώνει»;

Οχι, βέβαια. Με τίποτα. Δίνει όμως τη δυνατότητα, όταν ο δικός μου κόπος δεν είναι τόσο εκκωφαντικός στο μυαλό μου, να μπορώ, μερικές στιγμές, να μπαίνω στον κόπο του άλλου. Είναι λίγο; Δεν νομίζω.

● Μπορείτε να παραδοθείτε σε κάποιον, σε κάτι;

Μόνο στον έρωτα και βέβαια στην αγάπη για το παιδί σου. Εκεί παραδίδεσαι απολύτως.

● Κι όλες τις υπόλοιπες στιγμές είστε σε μια εγρήγορση φοβούμενος μην τυχόν χαλαρώσετε και αφεθείτε;

Ποτέ δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώπους. Αρα ούτε φοβάμαι μήπως παραδοθώ σε κάποιους. Δεν ξέρω. Ισως να είναι και βλακεία… Τι να πω; Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς έλλειψη. Αναφέρομαι στην προσωπική βαθιά έλλειψη που κανείς δεν την ξέρει, ούτε να την υποθέσει μπορεί.

● Μπορεί ωστόσο κανείς να υποθέσει ότι υπάρχει αυτής της ποιότητας η έλλειψη…

Ξέρετε, αυτή η μάσκα μιας ακραίας σιγουριάς ή ασφάλειας κρύβει μια πολύ βαθιά έλλειψη. Θα μπορούσε τότε αμέσως να πει κάποιος πως φοβάμαι να τη δείξω, αλλά εγώ θα απαντούσα: «Οχι, το αντίθετο. Την κρύβω όχι γιατί φοβάμαι, αλλά γιατί τη λατρεύω. Γι’ αυτό δεν την αφήνω να χαθεί μες στα μάτια των άλλων»… Και τη λατρεύω για έναν πάρα πολύ απλό λόγο: αυτή η έλλειψη είναι η μοναδική πηγή δημιουργίας μου. Λόγω της έλλειψης δημιουργώ. Ποτέ όμως δεν πρόκειται να την περιφέρω ως επιτάφιο.

«Ο εγωισμός της γενιάς μου»

● Τσεχοφική ανάγνωση της έλλειψης;

Ισως. Προφυλάσσοντάς την από το κοινό βλέμμα δεν σημαίνει ότι την κρύβεις επειδή φοβάσαι, σημαίνει: δεν την εκθέτω, γιατί κάθε έλλειψη είναι ευαίσθητη στην έκθεση. Κι αν την αφήσεις να γίνει βορά στο στόμα των άλλων, δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις ως πηγή δικής σου δημιουργίας. Η έλλειψη σε κοινή θέα γίνεται αμέσως ναρκισσισμός. Και μέσω του ναρκισσισμού δεν δημιουργείς τίποτα. Ισως μόνο, μέσα στο πολλαπλό φάσμα σχέσεων και συμπεριφορών, ο έρωτας είναι η μοναδική εξαίρεση μη προφύλαξης. Γιατί ενώ ξέρουμε πως για να γοητευτεί ο άλλος πρέπει να του δείχνουμε τη δύναμή μας, στην πραγματικότητα αποζητάμε, όταν αρχίζει να αναπτύσσεται η σχέση, να αγαπήσει την αδυναμία μας. Αν την αγκαλιάσει, τότε μπορεί να είμαστε ευτυχισμένοι.

Αλίμονο αν βαδίζουμε σε μονόδρομο

● Είναι ο ρόλος ή το έργο που σας προσέλκυσε στον «Θείο Βάνια»;

Οποτε σκηνοθετώ είναι το έργο, όποτε με σκηνοθετεί κάποιος άλλος, είναι ο ρόλος. Ενα άλλο στοιχείο που με συγκινεί επίσης σ’ αυτή την παράσταση είναι καθαρά προσωπικό: ο Πειραιάς. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί. Πήγα σχολείο, απέκτησα φίλους, είδα την πρώτη μου ταινία στον κινηματογράφο. Και τώρα, κατεβαίνοντας από την Αθήνα στον Πειραιά, έχω το αίσθημα μιας γλυκιάς επιστροφής...

● Αίσθημα επιστροφής στον ΣΥΡΙΖΑ έχετε;

Επιστρέφεις κάπου που ήσουν ή ανήκες κάποτε…

● Μα τον είχατε υποστηρίξει σθεναρά.

Αλλο το ένα, άλλο το άλλο. Ανήκω σημαίνει είμαι μέρος αυτού, είμαι μέσα στο κέντρο των πραγμάτων.

● Δεν είχατε μπει στο κέντρο των πραγμάτων;

Οχι βέβαια. Είχα πιστέψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατάφερνε να δημιουργήσει μια τέτοια αλλαγή ικανή να βελτιώσει την κατεστραμμένη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ζωή των ανθρώπων και τον στήριξα με όλες μου τις δυνάμεις. Και συνεχίζω να πιστεύω πως έκανα το σωστό τότε. Δεν έγινα όμως ποτέ μέρος του. Το εγκληματικό ξέρετε πού βρίσκεται; Οχι στο τι έκανε ή στο τι δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στο ότι γκρεμοτσακίστηκε στους περισσότερους ανθρώπους πια όχι απλώς η ελπίδα, αλλά η αναγκαιότητα να υπάρχει ελπίδα.

Γκρεμοτσακίστηκε η ελπίδα γενικώς ή αυτή που προσδοκούσε την πραγμάτωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής, αυτής που ονομάζουμε Αριστερά; Μήπως έχουμε υπερτιμήσει τη σημασία των ιδεολογιών όταν το εφικτό είναι μονόδρομος;

Αλίμονό μας αν θεωρήσουμε υπερτιμημένη τη σημασία της αριστερής ιδεολογίας. Αλίμονό μας αν ζούμε μόνο με βάση αυτό που θεωρούμε εφικτό κι αλίμονό μας αν βαδίζουμε πάνω σε μονόδρομο. Απλώς έγινε μια κίνηση και απέτυχε. Θα έρθουν άλλοι και μπορεί να μην κάνουν τα ίδια λάθη. Θα προτείνουν κάτι άλλο. Καινούργιο. Αυτός ο αδιανόητος εγωισμός της γενιάς μου, που λέει πως αφού δεν μπορέσαμε εμείς, σημαίνει πως δεν θα μπορέσει κανένας άλλος, είναι επικίνδυνα σχεδιασμένη σκέψη και ανοησία όσων πείθονται και την ακολουθούν. Εμείς δεν μπορέσαμε, όχι οι επόμενοι.

 

 

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (λεωφ. Ηρ. Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, τηλ.: 210 4143310). Θείος Βάνιας του Αντον Τσέχοφ.
Μετάφραση-σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης. Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα. Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου.
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης, Τάσος Νούσιας, Στέλλα Καζάζη, Γιώργος Ψυχογιός, Χριστίνα Κουτσουδάκη, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Μαίρη Νάνου, Κώστας Κοράκης.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 20.30. Σάββατο 18.00 και 21.00. Κυριακή 19.00.

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web