tospirto /Είδα: το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου απο τη Στέλλα Χαραμή

Πληθωρικό, μέσα στις αντιφάσεις του ανέβασμα, πάνω στο κλασικό κείμενο.

Για όσους είχαν δει τη μεταφορά του σαιξπηρικού έργου από τον Μπαζ Λούρμαν στο σινεμά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος ακολουθεί την πεπατημένη. Για όσους πάλι, είναι εξοικειωμένοι με τη δουλειά του Έλληνα σκηνοθέτη ο Ρήγος είναι απλώς ο εαυτός του. Πράγματι, ο δεύτερος επιλέγει να δει τον πλέον κλασικό Σαίξπηρ με τα φίλτρα του Λούρμαν: Ποπ και dark wave αισθητική, κινηματογραφικός ρυθμός, σύγχρονη κινησιολογική γλώσσα κι όλα αυτά διαποτισμένα από ένα πνεύμα ρομαντισμού εποχής. Όπως και ο Λούρμαν στην ταινία του 1996 έτσι και ο Κωνσταντίνος Ρήγος τώρα, στην παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», διαχειρίζονται κάτι από το «πρωτότυπο» του μεγάλου Ελισαβετιανού – στη δική μας περίπτωση είναι η έμμετρη, λόγια μετάφραση του Δημήτριου Βικέλα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκκεντρική επιλογή που δημιουργεί μια προφανή αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα και στο λόγο.
Πότε όμως, η «εικόνα» του Ρήγου δεν ταυτίστηκε με τις παραπάνω αξίες; Ακόμα και οι αμιγώς χορευτικές δουλειές του, αυτές που δεν διαπραγματεύονταν καθόλου το λόγο έφεραν τα χαρακτηριστικά της ποπ-ροκ επιφάνειας, του άγριου παιχνιδιού, του αισθησιασμού του γυμνού σώματος και της νεανικής δροσιάς. Είναι το ίδιο ύφος που τώρα εφαρμόζει σε ένα all time classic κείμενο και ίσως είναι αυτό που διογκώνει κάπως τα φυσιογνωμικά του στοιχεία. Και χάρη σε αυτό προσφέρει στην παράσταση μερικές εντυπωσιακές εικόνες όπως αυτές της Μασκαράτας στην αρχή της παράστασης ή του Κοιμητηρίου στο κλείσιμο της.
Η ιδιαιτερότητα του ανεβάσματος στη σκηνή του Δημοτικού θεάτρου δεν είναι μόνο αισθητικού περιεχομένου αλλά και δραματουργικού. Η σκηνοθεσία εστιάζει την ανάγνωση στη νέα γενιά και σε ότι επισύρει αυτή η νιότη: Τον απόλυτο έρωτα, την ανεξέλεγκτη ορμή, την ανωριμότητα να διαχειριστούν τα κληροδοτήματα των προγενέστερων, τα βάρη της εξουσίας στις πλάτες τους. Οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι εκπροσωπούνται μόνο μέσα από τους διαδόχους τους, οι ρόλοι των γονιών είτε ακυρώνονται είτε συρρικνώνονται στην εμπνευσμένη χρήση των βίντεο (όπου ο Ακύλλας Καραζήσης και η Μαρία Σκουλά παρεμβαίνουν στο ρόλο των Καπουλέτων) και οι μοναδικοί ενήλικες που διασώζονται είναι οι «μεσάζοντες», ο ιερέας Λαυρέντιος και η παραμάνα της Ιουλιέτας.
Σ' αυτό το ενδιαφέρον patch work, ο Ρήγος βάζει και μια δόση κλασικού – και μάλιστα στο πιο στέρεο στοιχείο του έργου, τον λόγο. Η εμβληματική μετάφραση του Βικέλα μπορεί να μοιάζει ξένη και ανοίκεια με το υπόλοιπο σκηνικό όμως ως υλικό «ρήξης» εμπλουτίζει τη διαλεκτική του ανεβάσματος. Εισάγει μάλιστα, κι ένα δευτερεύον αλλά επίσης αντιφατικό στοιχείο, την ερμηνεία ενός ρόλου με οπερατικούς όρους - όπου η μέτζο σοπράνο Άρτεμις Μπόγρη και η υψιφώνος Λητώ Μεσσήνη παίζουν εναλλάξ το ρόλο της Παραμάνας.
Οι ενστάσεις προκύπτουν στο κομμάτι των ερμηνειών. Η σκέψη της διαίρεσης των δύο βασικών ρόλων, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σε εννιά ηθοποιούς - δύο ερμηνείες για την Ιουλιέτα και επτά για τον Ρωμαίο - αποδεικνύεται σημείο-παγίδα για το ανέβασμα. Από την μια, η εναλλαγή των προσώπων εξασφαλίζει μια ταχύτατη ροή στο ανέβασμα και συνάμα δίνει τη δυνατότητα στη σκηνοθεσία να οργανώσει ευφάνταστες ερμηνείες συνόλου για έναν ήρωα, τον Ρωμαίο. Ωστόσο, δεν είναι ισάξιοι και οι επτά Ρωμαίοι μεταξύ τους-κάποιοι δε είναι και φυσιογνωμικά ακατάλληλοι-με αποτέλεσμα τα ερμηνευτικά σκαμπανεβάσματα πάνω στον ίδιο ήρωα να πληθαίνουν. Είναι ενδεικτικό πως από τους επτά ερμηνευτές ξεχωρίζει μόνον ο Γιάννης Καραούλης. Η Ιουλιέτα πάλι, έχει καλύτερη τύχη αφού τόσο η Κίττυ Παϊτατζόγλου όσο και η Δανάη Επιθυμιάδη έχουν τη φρεσκάδα, την ομορφιά και την απαιτούμενη συγκέντρωση που απαιτεί μια ηρωίδα τέτοιου βεληνεκούς. Με αυτές τις εξαιρέσεις, καθώς και την εμφάνιση του Ιερώνυμου Καλετσάνου στο ρόλο του Λαυρέντιου, εκπροσωπείται με επάρκεια ο σαιξπηρικός λόγος, αφού σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις η εκφορά του είναι από προβληματική έως επιπόλαια.

Στέλλα Χαραμή
Είδα: το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου
04 Μαρτίου 2016
2
 
Πληθωρικό, μέσα στις αντιφάσεις του ανέβασμα, πάνω στο κλασικό κείμενο.

Για όσους είχαν δει τη μεταφορά του σαιξπηρικού έργου από τον Μπαζ Λούρμαν στο σινεμά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος ακολουθεί την πεπατημένη. Για όσους πάλι, είναι εξοικειωμένοι με τη δουλειά του Έλληνα σκηνοθέτη ο Ρήγος είναι απλώς ο εαυτός του. Πράγματι, ο δεύτερος επιλέγει να δει τον πλέον κλασικό Σαίξπηρ με τα φίλτρα του Λούρμαν: Ποπ και dark wave αισθητική, κινηματογραφικός ρυθμός, σύγχρονη κινησιολογική γλώσσα κι όλα αυτά διαποτισμένα από ένα πνεύμα ρομαντισμού εποχής. Όπως και ο Λούρμαν στην ταινία του 1996 έτσι και ο Κωνσταντίνος Ρήγος τώρα, στην παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», διαχειρίζονται κάτι από το «πρωτότυπο» του μεγάλου Ελισαβετιανού – στη δική μας περίπτωση είναι η έμμετρη, λόγια μετάφραση του Δημήτριου Βικέλα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκκεντρική επιλογή που δημιουργεί μια προφανή αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα και στο λόγο.
Πότε όμως, η «εικόνα» του Ρήγου δεν ταυτίστηκε με τις παραπάνω αξίες; Ακόμα και οι αμιγώς χορευτικές δουλειές του, αυτές που δεν διαπραγματεύονταν καθόλου το λόγο έφεραν τα χαρακτηριστικά της ποπ-ροκ επιφάνειας, του άγριου παιχνιδιού, του αισθησιασμού του γυμνού σώματος και της νεανικής δροσιάς. Είναι το ίδιο ύφος που τώρα εφαρμόζει σε ένα all time classic κείμενο και ίσως είναι αυτό που διογκώνει κάπως τα φυσιογνωμικά του στοιχεία. Και χάρη σε αυτό προσφέρει στην παράσταση μερικές εντυπωσιακές εικόνες όπως αυτές της Μασκαράτας στην αρχή της παράστασης ή του Κοιμητηρίου στο κλείσιμο της.
Η ιδιαιτερότητα του ανεβάσματος στη σκηνή του Δημοτικού θεάτρου δεν είναι μόνο αισθητικού περιεχομένου αλλά και δραματουργικού. Η σκηνοθεσία εστιάζει την ανάγνωση στη νέα γενιά και σε ότι επισύρει αυτή η νιότη: Τον απόλυτο έρωτα, την ανεξέλεγκτη ορμή, την ανωριμότητα να διαχειριστούν τα κληροδοτήματα των προγενέστερων, τα βάρη της εξουσίας στις πλάτες τους. Οι Μοντέγοι και οι Καπουλέτοι εκπροσωπούνται μόνο μέσα από τους διαδόχους τους, οι ρόλοι των γονιών είτε ακυρώνονται είτε συρρικνώνονται στην εμπνευσμένη χρήση των βίντεο (όπου ο Ακύλλας Καραζήσης και η Μαρία Σκουλά παρεμβαίνουν στο ρόλο των Καπουλέτων) και οι μοναδικοί ενήλικες που διασώζονται είναι οι «μεσάζοντες», ο ιερέας Λαυρέντιος και η παραμάνα της Ιουλιέτας.
Σ' αυτό το ενδιαφέρον patch work, ο Ρήγος βάζει και μια δόση κλασικού – και μάλιστα στο πιο στέρεο στοιχείο του έργου, τον λόγο. Η εμβληματική μετάφραση του Βικέλα μπορεί να μοιάζει ξένη και ανοίκεια με το υπόλοιπο σκηνικό όμως ως υλικό «ρήξης» εμπλουτίζει τη διαλεκτική του ανεβάσματος. Εισάγει μάλιστα, κι ένα δευτερεύον αλλά επίσης αντιφατικό στοιχείο, την ερμηνεία ενός ρόλου με οπερατικούς όρους - όπου η μέτζο σοπράνο Άρτεμις Μπόγρη και η υψιφώνος Λητώ Μεσσήνη παίζουν εναλλάξ το ρόλο της Παραμάνας.
Οι ενστάσεις προκύπτουν στο κομμάτι των ερμηνειών. Η σκέψη της διαίρεσης των δύο βασικών ρόλων, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας σε εννιά ηθοποιούς - δύο ερμηνείες για την Ιουλιέτα και επτά για τον Ρωμαίο - αποδεικνύεται σημείο-παγίδα για το ανέβασμα. Από την μια, η εναλλαγή των προσώπων εξασφαλίζει μια ταχύτατη ροή στο ανέβασμα και συνάμα δίνει τη δυνατότητα στη σκηνοθεσία να οργανώσει ευφάνταστες ερμηνείες συνόλου για έναν ήρωα, τον Ρωμαίο. Ωστόσο, δεν είναι ισάξιοι και οι επτά Ρωμαίοι μεταξύ τους-κάποιοι δε είναι και φυσιογνωμικά ακατάλληλοι-με αποτέλεσμα τα ερμηνευτικά σκαμπανεβάσματα πάνω στον ίδιο ήρωα να πληθαίνουν. Είναι ενδεικτικό πως από τους επτά ερμηνευτές ξεχωρίζει μόνον ο Γιάννης Καραούλης. Η Ιουλιέτα πάλι, έχει καλύτερη τύχη αφού τόσο η Κίττυ Παϊτατζόγλου όσο και η Δανάη Επιθυμιάδη έχουν τη φρεσκάδα, την ομορφιά και την απαιτούμενη συγκέντρωση που απαιτεί μια ηρωίδα τέτοιου βεληνεκούς. Με αυτές τις εξαιρέσεις, καθώς και την εμφάνιση του Ιερώνυμου Καλετσάνου στο ρόλο του Λαυρέντιου, εκπροσωπείται με επάρκεια ο σαιξπηρικός λόγος, αφού σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις η εκφορά του είναι από προβληματική έως επιπόλαια.

Στέλλα Χαραμή
  • i05a0329romeoendjuliet2016_copy

FOLLOW US

Youtube Instagram
Gravity custom web